φυλακή

φυλακή
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Αποκορώνου, του νομού Χανίων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας οικισμός, τα Δράμια (υψόμ. 50 μ.).
* * *
η, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. φλακή Ν [φύλαξ, -ακος]
κτήριο στο οποίο κρατούνται υπόδικοι ή κατάδικοι (α. «έμεινε είκοσι χρόνια στη φυλακή» β. «ὁ γὰρ Ἡρώδης κρατήσας τὸν Ἰωάννην ἔδησεν αὐτὸν καὶ ἔθετο ἐν φυλακῇ», ΚΔ)
νεοελλ.
1. ναυτ. τετράωρη υπηρεσία τών ανδρών τού πληρώματος πολεμικού πλοίου, κν. βάρδια
2. φρ. α) «αξιωματικός φυλακής» — αξιωματικός υπηρεσίας
β) «φυλακή τακτική» — ονομασία που δόθηκε στον πρώτο τακτικό στρατό, ο οποίος είχε συσταθεί από τον Υψηλάντη
γ) «τής φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες» — όποιος έχει το θάρρος να διαπράξει κάτι επικίνδυνο ή ριψοκίνδυνο δεν φοβάται να πάει και στη φυλακή
δ) «θου Κύριε, φυλακήν τῳ στόματί μου» — βλ. κύριος
μσν.
φυλακισμένος, κρατούμενος («εἰς διατροφὴν... τῶν πτωχῶν καὶ ὀρφανῶν καὶ φυλακῶν σιτομέτριον προσέθηκεν», Χρον. Πασχ.)
μσν.-αρχ.
1. προφύλαξη από κάτι («εὐλάβεια φυλακὴ κακοῦ», Πλάτ.)
2. εξασφάλιση, προστασία («τὴν μεγίστην φυλακὴν ἀναιρεῖν τῆς πόλεως», Ανδοκ.)
3. τήρηση, σεβασμός («τῆς τοῦ σαββάτου φυλακῆς οὐχ ἡ φύσις διδάσκαλος ἀλλ' ἡ θέσις τοῡ νόμου», Θεοδώρ.)
4. το χρονικό διάστημα τής υπηρεσίας τών φρουρών, βάρδια (α. «ἀπὸ φυλακῆς πρωΐας μέχρι νυκτός», ΠΔ
β. «πρώτης φυλακῆς ἀρχομένης», πάπ.)
αρχ.
1. ομάδα φρουρών, ένοπλη φρουρά («αἱ Διὸς φυλακαὶ φοβεραὶ ἦσαν», Πλάτ.)
2. η κοινωνική τάξη τών φυλάκων
3. η θέση τού φρουρού («τί σὺ γὰρ φυλακὰς προλιπὼν κινεῑς στρατιάν», Ευρ.)
4. περιορισμός, κράτηση κάποιου («ἐκεῑνον μὲν ἐν φυλακῇ ἀδέσμῳ εἶχεν», Θουκ.)
5. αστρον. απόκλιση
6. φρ. α) «φυλακὴν [ή φυλακὰς] ποιοῡμαι [ή ποιῶ]» — φυλάγω, φρουρώ (Ξεν.)
β) «φυλακὴ τοῡ σώματος» ή «φυλακή περὶ τὸ σῶμα» σωματοφυλακή (Ξεν.)
γ) «ἐν φυλακῇ ἔχω» — φροντίζω προσεχτικά για κάτι (Θέογν.)
δ) «ἐν φυλακῇ εἰμι» — μέ φροντίζει κάποιος (Δημοσθ.)
ε) «διὰ φυλακῆς ἔχω [ή ποιοῡμαι] τινος» — ενεργώ κάτι με προφύλαξη (Ηρόδ.)
στ) «εἰμὶ ἐν φυλακαῖς» — παίρνω μεγάλες προφυλάξεις (Ηρόδ.)
ζ) «φυλακὴν ἔχω» — προσέχω, φροντίζω μήπως γίνει κάτι (Θουκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φυλακή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φυλάκη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φυλάκῃ — Φυλάκη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακή — η 1. η φυλάκιση (βλ. λ.): Τον τιμώρησε ο λοχαγός με τρεις μέρες φυλακή. 2. δημόσιο κτίριο, όπου φυλάγονται οι υπόδικοι ή οι κατάδικοι, δεσμωτήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυλακῇ — φυλακῆι , φυλακεύς watching masc dat sg (epic ionic) φυλακή fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακῆ — φυλακεύς watching masc nom/voc/acc dual φυλακεύς watching masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φυλάκαι — Φυλάκη fem nom/voc pl Φυλάκᾱͅ , Φυλάκη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακαῖς — φυλακή fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακαῖσι — φυλακή fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακαῖσιν — φυλακή fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”